- κεχαριτωμένης
- χαριτόωshow grace toperf part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… … Dictionary of Greek
μεγαλόχαρος — η, ο 1. αυτός που έχει μεγάλες χάρες, που είναι πολύ χαριτωμένος 2. αυτός που χαρίζει πολλά, γενναιόδωρος 3. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Μεγαλόχαρη προσωνυμία τής Θεοτόκου ως κεχαριτωμένης και πολύ ευεργετικής σε αυτούς που τήν επικαλούνται. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ИГУМЕНИЯ — [ἡ ἡγουμένη, ἡγουμένισσα управительница, руководительница], настоятельница мон ря. В древней Церкви наряду с появлением муж. мон рей стали создаваться и жен. общины, приобретавшие затем статус мон ря, во главе к рого стояла настоятельница. О… … Православная энциклопедия